ΔΙΑΔΕΡΜΙΚΗ (ΑΝΑΙΜΑΚΤΗ) ΕΜΦΥΤΕΥΣΗ ΑΟΡΤΙΚΗΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ - TAVI

TAVI | TAVR

Γράφει ο Δημήτριος Βραχάτης, Ειδικός Καρδιολόγος, Διδάκτωρ Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Τί είναι η διαδερμική εμφύτευση (αντικατάσταση) αορτικής βαλβίδας;

Πρόκειται για μία «αναίμακτη» επέμβαση με την οποία «αντικαθίσταται» (στην πραγματικότητα εμφυτεύεται) η στενωμένη φυσική αορτική βαλβίδα του/της ασθενούς με μία νέα τεχνητή βιοπροσθετική βαλβίδα χωρίς τη διενέργεια της κλασικής καρδιοχειρουργικής διαδικασίας (η οποία περιλαμβάνει θωρακοτομή).

Με την διαδερμική (διακαθετηριακή) μέθοδο (TAVI) η βαλβίδα εισάγεται στον οργανισμό μέσω μιας μικρής τομής σε μία περιφερική αρτηρία (συνήθως επιλέγεται η μηριαία αρτηρία, βρίσκεται στη βουβωνική περιοχή κοντά στο πόδι).

 

Πότε πρέπει να γίνει;

Η αορτική βαλβίδα αποτελεί την βαλβίδα που συνδέει την καρδιά με την αορτή, τη μεγαλύτερη αρτηρία του ανθρωπίνου σώματος η οποία διοχετεύει με οξυγονωμένο αίμα όλα τα όργανα. Όταν μιλάμε για σοβαρή στένωση αορτικής βαλβίδας εννοούμε ότι το εμβαδό του στομίου αυτής έχει περιοριστεί από τα ~4 cm2  που είναι φυσιολογικά σε λιγότερο από 1 cm2. Η εμφάνιση συμπτωμάτων (στηθάγχη – πόνος στο στήθοςσυγκοπή, συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας) συνδέεται με πτωχό προσδόκιμο (2-5 έτη) και επιβάλει την αποκατάσταση της, η οποία και αποκαθιστά το προσδόκιμο του ασθενούς στο επίπεδο που θα ήταν αν δεν έπασχε από στένωση αορτικής βαλβίδας.

 

Ποιοι μπορούν να κάνουν TAVI αντί για χειρουργείο;

Η διαδεκαθετηριακή εμφύτευση αορτικής βαλβίδας (transcatheter aortic valve implantation -TAVI- ή transcatheter aortic valve replacement -TAVR-) αποτελεί μία επαναστατική «αναίμακτη» μέθοδο που πραγματοποιήθηκε πρώτη φορά το 2002 και έκτοτε απέδειξε την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της. Η TAVI εφαρμόζεται για την αντιμετώπιση της σοβαρής στένωσης αορτικής βαλβίδας.

Αρχικά αποτέλεσε μέθοδο διάσωσης η οποία εφαρμοζόταν μόνο σε υπέργηρους ασθενείς οι οποίοι  δεν ήταν δυνατόν να υποβληθούν στην κλασική «ανοικτή» χειρουργική αντικατάσταση της βαλβίδας. Η χειρουργική αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας απαιτεί τη διενέργεια θωρακοτομής και πραγματοποιείται από καρδιοχειρουργό.

Οι εκτεταμένες κλινικές μελέτες σχεδόν δύο δεκαετιών έδειξαν ότι η TAVI μπορεί να πραγματοποιείται και σε άλλες ομάδες πληθυσμού – προοδευτικά νεότερα άτομα και με χαμηλότερο κινδύνο για χειρουργική αντικατάσταση.

Ο καρδιολόγος σας θα θέσει αρχικά την ένδειξη αντικατάστασης της βαλβίδας, ακολούθως βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών σας θα αποφασισθεί αν πρέπει να προτιμηθεί το κλασικό χειρουργείο (το πραγματοποιεί καρδιοχειρουργός) ή αν θα προτιμηθεί η «αναίμακτη» εμφύτευση αορτικής βαλβίδας (TAVI).

 

Περιγραφή της μεθόδου – πώς γίνεται;

Ο επεμβατικός καρδιολόγος εισάγει στον οργανισμό μία βιοπροσθετική αορτική βαλβίδα δια μέσω μίας περιφερικής αρτηρίας, συνήθως της μηριαίας αρτηρίας -βρίσκεται κοντά στο πόδι-, και ακολούθως προωθεί την προωθεί εντός της στενωμένης αορτικής βαλβίδας.

Στο τελικό βήμα, χρησιμοποιεί το ειδικό σύστημα έκπτυξης της και η βιοπροσθετική βαλβίδα αποκτά το πλήρες της μέγεθος και «εγκαθίσταται» στη θέση της φυσικής βαλβίδας (συμπιέζοντας τις δομές της πρώτης).

 

Χρειάζεται αναισθησία;

Η επέμβαση, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του ασθενή και τη ρουτίνα του κέντρου μπορεί να διενεργηθεί ακόμα και με τοπική μόνο αναισθησία και χορήγηση ήπιας μέθης.

 

Βιοπροσθετικές Συσκευές που χρησιμοποιούνται στην TAVI

Η πρώτες επεμβάσεις TAVI δημιούργησαν μία έκρηξη της έρευνας και ανάπτυξης στον τομέα αυτό και έτσι σήμερα έχουμε στη διάθεση μας σειρά διαφορετικών «μοντέλων» από διαφορετικές εταιρείες προϊόντων βιοτεχνολογίας. Οι αορτικές βιοπροσθέσεις φέρουν γλωχίνες από χοίρειο ή βόειο περικάρδιο και σκελετό από ειδικά κράματα μετάλλων. 

Ανάλογα με τον μηχανισμό της έκπτυξης τους κατατάσσονται σε αυτοεκπτυσσόμενες ή σε εκπτυσσόμενες με μπαλόνι. Διαφέρουν επίσης ως προς τις διαθέσιμες διαστάσεις, το σύστημα εισαγωγής τους στο ανθρώπινο σώμα αλλά και το ιδίως τους μέγεθος.

Αυτό προσφέρει ευελιξία στον επεμβατικό καρδιολόγο και την ομάδα καρδιάς, οι οποίοι μετά από εκτενή προεπεμβατικό έλεγχο αποφασίζουν ποια βιοπρόσθεση είναι η καταλληλότερη για τον κάθε ασθενή.

 

Ποια είναι η προετοιμασία για TAVI;

«Η αποτυχία να εκπονήσεις σχέδιο, ισοδυναμεί με σχέδιο για την αποτυχία». Οι επεμβάσεις TAVI απλοποίησαν ένα μεγάλο χειρουργείο για τον ασθενή, αλλά όχι και για την ομάδα των ιατρών.

Η διενέργεια μίας επιτυχούς και ανεπίπλεκτης TAVI προϋποθέτει εκτενή προεπεμβατική αξιολόγηση. Ο ασθενής υποβάλλεται σε μία σειρά από εξετάσεις όπως:

Με τις εξετάσεις αυτές δίνεται η δυνατότητα στην ομάδα καρδιάς να επιβεβαιώσει

  • την ένδειξη για την επέμβαση (αν δηλαδή πρέπει να γίνει)
  • την ανατομική καταλληλότητα του/της ασθενούς και
  • να σχεδιάσει την επέμβαση.

Ανάμεσα σε άλλα η «ομάδα καρδιάς» καλείται να:

α) αποφασίσει αν υπάρχει ανάγκη για διενέργεια παρέμβασης στις στεφανιαίες αρτηρίες (αγγειοπλαστικής) – σημαντικές βλάβες σε κεντρικούς κλάδους διορθώνονται συνήθως ad hoc πριν από την TAVI,

β) επιλέξει την προσπέλαση, δηλαδή την οδό από την οποία θα εισαχθεί η βιοπρόσθεση στο σώμα (διαμηριαία, διυποκλείδιος, διακορυφαία προσέγγιση),

γ) να καταλήξει στην επιλογή της κατάλληλότερης βιοπρόσθεσης (τύπος, μέγεθος) κ.α..

 

Μετά την επέμβαση – Πότε παίρνω εξιτήριο;

Όταν ολοκληρωθεί η επέμβαση ο ασθενής παραμένει νοσηλευόμενος για μερικές ημέρες, αρχικά σε μονάδα με δυνατότητα αυξημένης παρακολούθησης των ζωτικών λειτουργιών. Η πρόοδος και η αυξανόμενη εμπειρία με τη μεθόδου έχει μειώσει σημαντικά την μετεπεμβατική νοσηλεία από ~ 7 ημέρες που ήταν τα πρώτα χρόνια σε ~ 2-3 ημέρες σήμερα στα περισσότερα κέντρα, εφόσον δεν υπάρχουν επιπλοκές.

 

Υπάρχουν Κίνδυνοι – Επιπλοκές;

Η TAVI περιγράφεται ως «αναίμακτη» επέμβαση αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι η διενέργεια της είναι μία απλή διαδικασία.

Τα οφέλη της επέμβασης είναι σημαντικά περισσότερα από τους κινδύνους, όμως η διενέργεια TAVI είναι μία μείζων επέμβαση με υπαρκτούς κινδύνους. Στους κινδύνους συγκαταλέγονται:

  • επιπλοκές από το σημείο πρόσβασης (2 – 30%),
  • αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (~ 2-3%),
  • ανάγκη για τοποθέτηση μόνιμου βηματοδότη (2 – 25%),
  • επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας ή/και οξεία νεφρική ανεπάρκεια (~ 5-6%),
  • σπανιότατα μπορεί να συμβούν διεπεμβατικά οξύ αορτικό σύνδρομο ή/και θάνατος.

Η διεθνής τάση στη βιβλιογραφία είναι τα ποσοστά της πλειοψηφίας των επιπλοκών αυτών να μειώνονται σταδιακά με την πάροδο των ετών.