Διατατική μυοκαρδιοπάθεια: αναλυτικός οδηγός
Η διατατική μυοκαρδιοπάθεια είναι μία από τις πιο συχνές και σοβαρές παθήσεις του καρδιακού μυός. Πρόκειται για μία μορφή καρδιοπάθειας που χαρακτηρίζεται από την αύξηση των εσωτερικών διαστάσεων των κοιλιών της καρδιάς, κυρίως της αριστερής κοιλίας, συνοδευόμενη από προοδευτική μείωση της συσταλτικής λειτουργίας. Αυτή η κατάσταση μπορεί να επιδεινώσει σταδιακά τη λειτουργία της καρδιάς και να προκαλέσει συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο για αρρυθμίες και αιφνίδιο καρδιακό θάνατο.
Τι είναι η διατατική μυοκαρδιοπάθεια
Η διατατική μυοκαρδιοπάθεια αποτελεί μια χρόνια νόσο της καρδιάς, όπου το μυοκάρδιο, δηλαδή ο καρδιακός μυς, χάνει την ελαστικότητά του και αδυνατεί να συστέλλεται αποτελεσματικά. Ως αποτέλεσμα, η καρδιά δεν μπορεί να αντλεί επαρκή ποσότητα αίματος για να καλύψει τις ανάγκες του σώματος. Η χαρακτηριστική διάταση των κοιλιών της καρδιάς είναι το βασικό εύρημα στη διάγνωση αυτής της πάθησης.
Η διατατική μυοκαρδιοπάθεια μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, όμως είναι συχνότερη σε άτομα ηλικίας 20 έως 60 ετών. Αν δεν διαγνωσθεί και αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να έχει σοβαρές επιπλοκές στη ζωή των ασθενών.
Αίτια και παράγοντες κινδύνου
Η διατατική μυοκαρδιοπάθεια μπορεί να είναι αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων, αν και σε πολλές περιπτώσεις παραμένει ιδιοπαθής, δηλαδή χωρίς να ανευρίσκεται σαφής αιτιολογία. Οι κυριότερες αναγνωρίσιμες αιτίες περιλαμβάνουν:
- Γενετική προδιάθεση. Σε ένα σημαντικό ποσοστό, η διατατική μυοκαρδιοπάθεια έχει κληρονομική βάση, με μεταλλάξεις σε γονίδια που επηρεάζουν τη δομή του μυοκαρδίου.
- Ιογενείς λοιμώξεις. Ορισμένοι ιοί, όπως οι αδενοϊοί και οι ιοί της γρίπης ή ο COVID-19, μπορούν να προκαλέσουν φλεγμονή του καρδιακού μυός (μυοκαρδίτιδα), οδηγώντας με την πάροδο του χρόνου σε διατατική μυοκαρδιοπάθεια.
- Τοξικοί παράγοντες. Η χρόνια κατανάλωση αλκοόλ ή χρήση τοξικών ουσιών, καθώς και η λήψη συγκεκριμένων φαρμάκων όπως ορισμένα χημειοθεραπευτικά σκευάσματα, μπορεί να προκαλέσουν τοξική βλάβη στο μυοκάρδιο.
- Εγκυμοσύνη. Η περιγεννητική μυοκαρδιοπάθεια είναι μια ειδική μορφή διατατικής μυοκαρδιοπάθειας που εμφανίζεται σε γυναίκες κατά την εγκυμοσύνη ή αμέσως μετά τον τοκετό.
- Μεταβολικές και ενδοκρινολογικές διαταραχές. Παθήσεις όπως ο υποθυρεοειδισμός ή η χρόνια αναιμία μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη διατατική δυσλειτουργία της καρδιάς.
Τα συμπτώματα που συνοδεύουν την διατατική μυοκαρδιοπάθεια
Τα συμπτώματα της διατατικής μυοκαρδιοπάθειας συνήθως εμφανίζονται προοδευτικά, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να προκύψουν αιφνιδίως. Η πορεία της νόσου είναι συνήθως χρόνια, με σταδιακή επιδείνωση αν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα.
Τα κυριότερα συμπτώματα περιλαμβάνουν:
- Προοδευτική δύσπνοια κατά την άσκηση, η οποία με την εξέλιξη της νόσου εμφανίζεται και σε κατάσταση ηρεμίας.
- Εύκολη κόπωση, ακόμα και σε καθημερινές δραστηριότητες.
- Οίδημα στα πόδια και στους αστραγάλους, λόγω κατακράτησης υγρών.
- Αίσθημα ταχυπαλμίας ή ακανόνιστου καρδιακού ρυθμού.
- Αίσθημα πίεσης ή δυσφορίας στο στήθος.
- Σπανιότερα, επεισόδια συγκοπής (λιποθυμίας).
Η παρουσία αυτών των συμπτωμάτων αποτελεί σαφή ένδειξη για άμεσο καρδιολογικό έλεγχο.

Διάγνωση της διατατικής μυοκαρδιοπάθειας
Η διάγνωση της πάθησης βασίζεται στη λεπτομερή κλινική εκτίμηση και σε εξειδικευμένες διαγνωστικές εξετάσεις που αναδεικνύουν τη διαστολή των κοιλιών και τη μειωμένη συσταλτική ικανότητα του μυοκαρδίου.
Οι βασικές διαγνωστικές εξετάσεις περιλαμβάνουν ηλεκτροκαρδιογράφημα, το οποίο μπορεί να αποκαλύψει αρρυθμίες ή ενδείξεις υπερφόρτωσης των καρδιακών κοιλοτήτων, υπερηχοκαρδιογράφημα, το οποίο αποτελεί το θεμέλιο της διάγνωσης καθώς αποτυπώνει με ακρίβεια τη διάταση των κοιλιών και την ελάττωση του κλάσματος εξώθησης, μαγνητική τομογραφία καρδιάς, η οποία παρέχει πιο λεπτομερή απεικόνιση της δομής και της λειτουργίας του μυοκαρδίου, ανιχνεύοντας και περιοχές ίνωσης, εξετάσεις αίματος, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στην ανίχνευση δευτεροπαθών αιτίων ή φλεγμονωδών διεργασιών, τεστ κόπωσης ή καρδιοπνευμονική άσκηση (συνήθως σε συγκεκριμένα περιστατικά) τα οποία δίνουν πληροφορίες για τη λειτουργική ικανότητα του ασθενούς αλλά και γονιδιακό έλεγχο, ο οποίος προτείνεται σε περιστατικά με κληρονομικότητα στη νόσο.
Πώς αντιμετωπίζεται η διατατική μυοκαρδιοπάθεια;
Η θεραπεία της νόσου έχει στόχο περισσότερο τη μείωση των συμπτωμάτων, την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου αλλά και τη μείωση του κινδύνου επιπλοκών.
Η σύγχρονη προσέγγιση περιλαμβάνει:
- Φαρμακευτική αγωγή, η οποί βασίζεται σε σκευάσματα όπως βήτα-αναστολείς, αναστολείς του άξονα ρενίνης-αγγειοτενσίνης, ανταγωνιστές αλδοστερόνης και διουρητικά.
- Αντιμετώπιση αρρυθμιών με ειδικά αντιαρρυθμικά φάρμακα ή επεμβατικές μεθόδους.
- Σε επιλεγμένους ασθενείς συστήνεται εμφύτευση απινιδωτή ή συσκευής καρδιακού επανασυγχρονισμού.
- Αλλαγές στον τρόπο ζωής, που μπορεί να περιλαμβάνουν διακοπή του καπνίσματος, μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ, ισορροπημένη διατροφή και σταδιακή άσκηση με ιατρική καθοδήγηση.
- Μεταμόσχευση καρδιάς, σε προχωρημένες περιπτώσεις όπου αποτυγχάνουν οι υπόλοιπες θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Η πρόγνωση της νόσου ποικίλλει ανάλογα με την αιτιολογία και την έγκαιρη αντιμετώπιση. Πολλοί ασθενείς, με κατάλληλη θεραπεία, μπορούν να επιτύχουν σταθεροποίηση και καλή ποιότητα ζωής για πολλά χρόνια. Η τακτική παρακολούθηση από καρδιολόγο είναι καθοριστική για τη διατήρηση της σταθερότητας και την έγκαιρη αντιμετώπιση πιθανών επιπλοκών.
Η διατατική μυοκαρδιοπάθεια είναι μια απαιτητική καρδιολογική κατάσταση που όμως μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά με έγκαιρη διάγνωση και ολοκληρωμένη θεραπευτική προσέγγιση. Για κάθε ανησυχία ή σύμπτωμα, η επίσκεψη στον καρδιολόγο παραμένει το πιο ασφαλές βήμα.
Γράφει ο Δημήτριος Βραχάτης, Επεμβατικός Καρδιολόγος – Αρρυθμιολόγος, Διδάκτωρ Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.