Αυτοάνοσα και καρδιά: Μια σχέση που δεν φαίνεται αλλά υπάρχει
Βραχάτης Δημήτριος, MD, MSc, PhD, FESC
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Fellow of the European Society of Cardiology
Αυτοάνοσα και καρδιά: Μια σχέση που δεν φαίνεται αλλά υπάρχει
Η καρδιά και το ανοσοποιητικό σύστημα, δύο εντελώς διαφορετικά συστήματα του ανθρώπινου σώματος, συνδέονται περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε. Τα τελευταία χρόνια, η επιστημονική έρευνα έχει αναδείξει μια ισχυρή και συχνά υποτιμημένη σχέση ανάμεσα στα αυτοάνοσα νοσήματα και την καρδιά. Παρότι τα αυτοάνοσα είναι γνωστά για τις επιπτώσεις τους σε αρθρώσεις, δέρμα ή πεπτικό, ολοένα και περισσότερα στοιχεία δείχνουν ότι επιδρούν και στο καρδιαγγειακό σύστημα, αυξάνοντας τον κίνδυνο για σοβαρές καρδιολογικές επιπλοκές.
Τι είναι τα αυτοάνοσα και πώς επηρεάζουν την καρδιά
Τα αυτοάνοσα νοσήματα είναι χρόνιες καταστάσεις κατά τις οποίες το ανοσοποιητικό σύστημα, αντί να προστατεύει τον οργανισμό, επιτίθεται στους ίδιους τους ιστούς του σώματος. Ανάλογα με το νόσημα, το πρόβλημα μπορεί να εντοπίζεται σε διαφορετικά σημεία: αρθρώσεις (ρευματοειδής αρθρίτιδα), δέρμα (ψωρίαση), αγγεία (αγγειίτιδες), συνδετικό ιστό (ερυθηματώδης λύκος) ή έντερο (ελκώδης κολίτιδα, νόσος Crohn).
Ωστόσο, η συστηματική φλεγμονή που χαρακτηρίζει όλα τα αυτοάνοσα νοσήματα δεν μένει τοπική. Επηρεάζει συνολικά τον οργανισμό και ιδίως το ενδοθήλιο (η εσωτερική «επένδυση» των αιμοφόρων αγγείων) προκαλώντας ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, που με τη σειρά της μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αθηροσκλήρωση, αρρυθμίες, ακόμη και καρδιακή ανεπάρκεια.
Ποια αυτοάνοσα σχετίζονται με αυξημένο καρδιολογικό κίνδυνο
Αρκετά νοσήματα έχουν τεκμηριωμένα συσχετιστεί με επιπλοκές από το καρδιαγγειακό σύστημα:
- Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ). Έχει συνδεθεί στενά με πρώιμη αθηροσκλήρωση, περικαρδίτιδα και αυξημένο κίνδυνο εμφράγματος σε νεαρές γυναίκες.
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα. Συσχετίζεται με διπλάσιο κίνδυνο εμφράγματος ή καρδιακής ανεπάρκειας, λόγω της χρόνιας φλεγμονής και της δυσλειτουργίας των αγγείων.
- Ψωρίαση. Ιδίως στις σοβαρές μορφές της, η ψωρίαση αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο με μηχανισμούς που περιλαμβάνουν φλεγμονή, αντίσταση στην ινσουλίνη και δυσλιπιδαιμία.
- Αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα και νόσος Crohn. Αν και λιγότερο μελετημένα, έχουν επίσης φλεγμονώδη δράση στο καρδιαγγειακό.
- Σκληροδερμία, αγγειίτιδες και άλλα σπάνια αυτοάνοσα. Σε ορισμένες περιπτώσεις επηρεάζουν απευθείας το μυοκάρδιο ή τα αγγεία.

Ποιοι ασθενείς βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο
Ο καρδιαγγειακός κίνδυνος δεν είναι ίδιος για όλους. Αυτοί που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο είναι ασθενείς με μακροχρόνια ενεργό φλεγμονή, όσοι λαμβάνουν κορτικοστεροειδή ή ανοσοκατασταλτικά, άτομα με ταυτόχρονη παρουσία παραδοσιακών παραγόντων κινδύνου όπως υπέρταση, διαβήτη, κάπνισμα και παχυσαρκία, ασθενείς χωρίς ικανοποιητικό έλεγχο της νόσου, γυναίκες σε προεμμηνοπαυσιακή ηλικία με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, οι οποίες χάνουν την ιδιότητα των οιστρογόνων να προστατεύουν την καρδιά λόγω της φλεγμονής.
Πώς επηρεάζεται η καρδιά
Οι κυριότεροι μηχανισμοί με τους οποίους τα αυτοάνοσα νοσήματα επηρεάζουν την καρδιά περιλαμβάνουν:
- Ενδοθηλιακή δυσλειτουργία. Δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για σχηματισμό αθηρωματικών πλακών.
- Φλεγμονώδης ενεργοποίηση μακροφάγων και Τ-λεμφοκυττάρων. Μπορεί να προκαλέσει ασταθείς πλάκες και να αυξήσει τον κίνδυνο ρήξης.
- Άμεση φλεγμονή στο μυοκάρδιο. Σε νοσήματα όπως ο λύκος και η σαρκοείδωση, μπορεί να προκαλέσει μυοκαρδίτιδα ή καρδιακή ανεπάρκεια.
- Περικαρδίτιδα, η οποία είναι ιδιαίτερα συχνή σε περιστατικά με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο και με αγγειίτιδες.
- Αρρυθμίες και δυσλειτουργίες των αγγείων λόγω φλεγμονής ή συμμετοχής του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
Τι εξετάσεις πρέπει να γίνονται
Η καρδιολογική παρακολούθηση ασθενών με αυτοάνοσα νοσήματα είναι πολύ σημαντική. Ο τακτικός έλεγχος μπορεί να περιλαμβάνει ηλεκτροκαρδιογράφημα προκειμένου να ανιχνευθούν αρρυθμίες ή ισχαιμία, υπερηχογράφημα καρδιάς (Triplex) ώστε να αξιολογηθεί η λειτουργία της καρδιάς και να εντοπιστεί η περικαρδίτιδα ή άλλες ανατομικές αλλοιώσεις, holter ρυθμού ή πίεσης, σε περιστατικά με αίσθημα παλμών, ζάλης ή υπέρτασης, εξετάσεις φλεγμονής και λιπιδαιμικό προφίλ (CRP, LDL, HDL, τριγλυκερίδια), δοκιμασία κόπωσης ή αξονική στεφανιογραφία, όπου υπάρχουν ενδείξεις για στεφανιαία νόσο
Γιατί είναι απαραίτητη η συνεργασία ρευματολόγου και καρδιολόγου
Η πολυπλοκότητα της σύνδεσης ανάμεσα στα αυτοάνοσα και την καρδιά απαιτεί συντονισμένη προσέγγιση. Ο ρευματολόγος ρυθμίζει τη φλεγμονώδη δραστηριότητα του νοσήματος, αλλά η καρδιολογική παρακολούθηση διασφαλίζει ότι δεν εξελίσσεται σιωπηρά καρδιοπάθεια.
Η σωστή διαχείριση παραγόντων κινδύνου (πίεση, χοληστερίνη, διαβήτης), η άσκηση, η ισορροπημένη διατροφή και η αποφυγή του καπνίσματος είναι αναπόσπαστο μέρος της πρόληψης. Σε πολλές περιπτώσεις, ενδείκνυται και η χρήση στατινών ή αντιαιμοπεταλιακών για πρωτογενή πρόληψη.
Η σχέση μεταξύ αυτοάνοσων και καρδιάς είναι πολυδιάστατη και απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα δεν πρέπει να εφησυχάζονται επειδή η καρδιοπάθεια δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί. Αντιθέτως, ο καρδιαγγειακός έλεγχος πρέπει να είναι προληπτικός, συστηματικός και εξατομικευμένος.
Ο καρδιολόγος έχει καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη επιπλοκών και τη διασφάλιση της καλής μακροπρόθεσμης πρόγνωσης για τους ασθενείς με αυτοάνοσα. Ένα απλό ραντεβού, μπορεί να σώσει ζωές, κυριολεκτικά.
Γράφει ο Δημήτριος Βραχάτης, Επεμβατικός Καρδιολόγος – Αρρυθμιολόγος, Διδάκτωρ Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.